- νίκησα
- νί̱κησα , νικάωconqueraor ind act 1st sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικώ — νίκησα, νικήθηκα, νικημένος 1. επικρατώ στη μάχη ή σε οποιονδήποτε αγώνα: Με θεριά πολέμησα νίκησα το Χάρο (Πολέμης). 2. καθορίζω το αποτέλεσμα, έχω τον τελευταίο λόγο, υπερισχύω: Σε ισοψηφία νικά η ψήφος του προέδρου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφεδρίζω — ἐφεδρίζω (Α) [εφέδρα] 1. παίζω τον εφεδρισμό*, κάθομαι στη ράχη τού συμπαίκτη που νίκησα 2. (μτχ. ενεστ.) Ἐφεδρίζοντες τίτλος έργου τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek
Ζήλα — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, σε απόσταση περίπου 45 χλμ. από την Αμάσεια. Στη Ζ. ο Καίσαρας νίκησε τον Φαρνάκη και ανήγγειλε τη νίκη του στους Ρωμαίους με τη λακωνική φράση «veni, vidi, vinci» (ήρθα, είδα, νίκησα) … Dictionary of Greek
νικάω — / νικώ, νίκησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νικώ — νικάω / νικώ, νίκησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής